- σπάνιος
- [спаниос] εκ. редкий,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σπάνιος — rare masc nom sg σπάνις scarcity fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάνιος — α, ο / σπάνιος, ον, ΝΜΑ [σπάνις] 1. αυτός που βρίσκεται σε μικρή ποσότητα, λιγοστός («τὰς δὲ ἄρκτους ἐούσας σπανίας», Ηρόδ.) 2. αυτός που συμβαίνει σπάνια νεοελλ. 1. εκλεκτός, ξεχωριστός («έχει σπάνια χαρίσματα») 2. πολύτιμος, ανεκτίμητος (α.… … Dictionary of Greek
σπάνιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν υπάρχει σε μεγάλο αριθμό ή ποσότητα, αυτός που δεν τον συναντά κανείς εύκολα: Είναι σπάνιες οι καλές κινηματογραφικές ταινίες. – Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που μπορείς να τον συναντήσεις. 2. εξαιρετικός, μοναδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπανιώτερον — σπάνιος rare adverbial comp σπάνιος rare masc acc comp sg σπάνιος rare neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοθηλίωμα — Σπάνιος καρκινικός όγκος των μεμβρανών που καλύπτουν τους πνεύμονες και του επιθηλίου της θωρακικής κοιλότητας. Αιτιολογικά συνδέεται με έκθεση στον αμίαντο. * * * το ιατρ. σπάνιος καλοήθης ή κακοήθης όγκος που εκπορεύεται από το μεσοθήλιο … Dictionary of Greek
σπανιωτάτων — σπάνιος rare fem gen superl pl σπάνιος rare masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιωτέρων — σπάνιος rare fem gen comp pl σπάνιος rare masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιώτατα — σπάνιος rare adverbial superl σπάνιος rare neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιώτατον — σπάνιος rare masc acc superl sg σπάνιος rare neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίων — σπάνιος rare fem gen pl σπάνιος rare masc/neut gen pl σπάνις scarcity fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανίως — σπάνιος rare adverbial σπάνιος rare masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)